Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ελιές - Λάδι

Ελιές-Λάδι

ελιες

Το ελαιόλαδο, χαρακτηριστικό προϊόν της Μάνης, είναι γνωστό για την περίφημη γεύση του και την ανώτερη αλλά και ιδιαίτερη ποιότητά του.

ελιές

Οι Μανιάτες εξασφάλισαν την επιβίωση τους μέσα στους αιώνες, καλλιεργώντας τις ελιές και παράγοντας λάδι. Έτρωγαν και χρησιμοποιούσαν λάδι καθημερινά. Το τοποθετούσαν σε πιθάρια μέσα στη γη για να διατηρήσουν την ποιότητα του, καθώς επίσης το χρησιμοποιούσαν ως φυσικό συντηρητικό για να διατηρούν τις τροφές τους αναλλοίωτες για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ελαιοπαραγωγή αποτελεί την κύρια πηγή εσόδων των οικογενειών της Μάνης. Η παρουσία ενός τουλάχιστον ελαιοτριβείου σε όλους σχεδόν τους οικισμούς της χερσονήσου μαρτυρά τη θέση που κατείχε το ελαιόλαδο για την ευρύτερη περιοχή.

Ο καρπός της ελιάς και το ελαιόλαδο για τους Μανιάτες συνδέονται άρρηκτα με την χριστιανική πίστη, οι εκκλησίες φωτίζονται από καντήλια καίγοντας λάδι, το παιδί αλείφεται με έλαιο κατά τη βάπτιση και οι χριστιανοί ευλογούνται με το ιερό ευχέλαιο.
Ανέκαθεν, μία από τις πιο σημαντικές ελαιοπαραγωγικές περιοχές στην Ελλάδα ήταν η Πελοπόννησος. Το 1830, τα ελαιόδεντρα που υπάρχουν και εντοπίζονται στη γεωγραφική περιοχή της Μάνης ξεπερνούν το εντυπωσιακό ποσοστό 70% της υπόλοιπης Ελλάδας.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την κατάταξη του ελαιολάδου στα ποιοτικώς ανώτερα ελληνικά έλαια του 19ου αιώνα, υπογραμμίζει τη βαρύτητα της γεωγραφικής περιοχής της Μάνης στον ελληνικό χάρτη της ελαιοπαραγωγής.
Το 1915 ιδρύεται στην Ελλάδα ο πρώτος συνεταιρισμός ελαιοπαραγωγών που βρίσκεται στην τοπική κοινότητα Πετρίνας, με την επωνυμία «Αγροτικός Συνεταιρισμός Πετρίνας». Το ελαιόλαδο «Πετρίνα» ήδη από το 1996 αποτελεί ευρωπαϊκό προϊόν με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης.

 

Γνωρίζετε ότι …

  • Η ελιά αποτελεί παγκόσμιο σύμβολο ειρήνης, ευημερίας, γνώσης, σοφίας και ελπίδας.
  • Το ελαιόδεντρο σε άγρια μορφή υποστηρίζεται ότι πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα το 1200 π.Χ. και καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά, σύμφωνα με την ιστορία, από τους Σύριους ή από τον Μινωικό πολιτισμό μεταξύ 3500-2500 π.Χ. Οι χρήσεις του ελαιολάδου στην Ελλάδα ήταν πολλές από αρχαιοτάτων χρόνων και η ελιά είχε συνδεθεί με τον πολιτισμό, τη θρησκεία, τη διατροφή και την υγεία.
  • Οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν τη σωματική τους δύναμη και την πνευματική τους ευεξία στην κατανάλωση ελαιολάδου και σύμφωνα με τον κώδικα του πατέρα της Ιατρικής, Ιπποκράτη, το ελαιόλαδο θεωρούνταν ευεργετικό για περισσότερες από 60 θεραπευτικές χρήσεις.
  • Η σύγχρονη ιατρική επιβεβαιώνει το γεγονός ότι το ελαιόλαδο είναι ευεργετικό για την υγεία και θεωρείται το πιο μεγάλο μυστικό για την εξασφάλιση ευεξίας και μακροβιότητας. Έχει πλέον διαπιστωθεί η άμεση σχέση της κατανάλωσης ελαιολάδου με την ελάττωση του κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα, καρκίνο, υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, νόσο Alzheimer, έλκος, σεξουαλική ανικανότητα, ακόμα και με την ανάπτυξη του οργανισμού και τη αντιγήρανση.
  • Στην Ελλάδα σχεδόν το 60% του καλλιεργούμενου εδάφους της είναι ελαιώνες ενώ είναι η χώρα με τις περισσότερες ποικιλίες ελιάς. Παγκοσμίως η Ελλάδα είναι πρώτη στην παραγωγή μαύρων ελιών και τρίτη στην παραγωγή ελαιολάδου, μετά την Ιταλία και την Ισπανία.
  • Επιστημονικές και ιατρικές μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Μεσογειακή διατροφή αποτελεί την καλύτερη συνταγή μακροζωίας.
  • Σύμφωνα με τις αρχές της Μεσογειακής διατροφής, είναι απαραίτητη η καθημερινή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, όσπριων, ζυμαρικών, ψωμιού, δημητριακών, ρυζιού, γαλακτοκομικών προϊόντων και κυρίως ελαιολάδου για την απόκτηση ενός γερού και υγιούς οργανισμού.
  • Το ελαιόλαδο ΠΕΤΡΙΝΑ απέκτησε το 1996 και βεβαίωση Ευρωπαϊκής καταχώρησης ως Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (Π.Ο.Π) που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αριθ. L 148 της 21.6.1996 με την υπογραφή του τότε Επιτρόπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Γεωργία και την Ανάπτυξη της υπαίθρου, του Αυστριακού κ. Franz Fischler.

Το ελαιόλαδο χρησιμοποιείται στην παρασκευή σαπουνιού. «Σαπωνοποίηση» ονομάζουμε την διαδικασία κατά την οποία η στάχτη (αλισίβα), το νερό και το ελαιόλαδο παράγουν φυσική γλυκερίνη και άλας, τα οποία στην καθημερινή γλώσσα ονομάζουμε «σαπούνι». Κάθε γυναίκα στη Μάνη ήξερε να φτιάχνει σαπούνι.


Διακρίσεις…

Το 2010, η Unesco συμπεριέλαβε την Μεσογειακή Διατροφή στον Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας, ύστερα από αίτημα που υπέβαλαν από κοινού οι χώρες Ιταλία (προαγωγέα), Ελλάδα, Ισπανία και Μαρόκο.
1951: Βράβευση του ελαιολάδου της Πετρίνας στην 16η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης με «Χρυσούν Μετάλλιον μετ’ Επαίνου».
1952: Νέα βράβευση του ελαιολάδου Πετρίνας στην 17η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης με το «Μέγα Βραβείον».
1954: Μια ακόμη βράβευση του ελαιολάδου Πετρίνας στην 19η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης με «Δίπλωμα Τιμής, μετά «Χρυσού Μεταλλίου».
1980: Το Υπουργείο Γεωργίας βραβεύει τον Ελαιουργικό Συνεταιρισμό Πετρίνης για την πρωτοπορία του στην κοινή έκθλιψη και εμπορία ελαιολάδου.
 

Φράσεις και παροιμίες για το λάδι

«Από το θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι δουλειές», σημαίνει ότι η καλλιέργεια των ελιών είναι συνεχής και σκληρή εργασία.
«Αν δε σφίξεις την ελιά, δε βγάζει λάδι». Όπως πρέπει να σφίξεις τις ελιές για να βγάλεις το λάδι, έτσι πρέπει να δουλέψεις σκληρά για να αποδώσει η δουλειά σου.
«Όποιος έχει σιτάρι, κρασί και λάδι στο πιθάρι έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη», δηλαδή όποιος έχει αυτά τα τρία προϊόντα στο σπίτι του, είναι σαν να έχει απ” όλα, είναι πλούσιος.
«Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι». Το λέμε όταν κάποιος έχει τόσο άσχημο χαρακτήρα που ό,τι και να κάνεις δεν μπορείς να τον συμπαθήσεις.
«Δίχως λάδι, δίχως ξύδι πώς θα κάνουμε ταξίδι», φράση που χρησιμοποιούμε για να δείξουμε ότι δε μπορεί να γίνει δουλειά αν δεν έχεις τα απαραίτητα εφόδια.
«Κολοκύθια με το λάδι, κολοτούμπες το βράδυ», για να δείξει ότι τα κολοκύθια δεν χορταίνουν.
«Μου “βγαλε το λάδι», σημαίνει πως με ξεθέωσε στη δουλειά.
«Ξεφόρτωσέ τη την ελιά, να σε φορτώσει λάδι». Αν κλαδέψεις την ελιά, θα βγάλει πολύ λάδι.
«Αυτός είναι σαν το νερό στο λάδι», χρησιμοποιείται μεταφορικά για κάποιον που είναι καθαρός και αθώος.
«Ρίχνει λάδι στη φωτιά» (Με τα λόγια και τη στάση του, βοηθά να ανάψει ο καυγάς).
 

Το Λεξικό της ελιάς…

Αγουρόλαδο, το πρώτο λάδι της χρονιάς.
Αλατσολιές, οι παστές ελιές.
Αλετριβιδιάρης, ο εργάτης του ελαιοτριβείου.
Αλετριβιδιό, το ελαιοτριβείο.
Αμούρια, τα κατακάθια μετά την επεξεργασία του λαδιού.
Αξαγιά, η πληρωμή του εργοστασιάρχη. Για κάθε μόδι ελιάς κρατά από τον παραγωγό 100 δράμια λάδι.
Ασκιά, προβιές από ζώα για τη μεταφορά λαδιού.
Γιγουμιά, τενεκέδες από τσίγκο.
Δέπλα, το ξύλο με το οποίο χτυπούν τα κλαδιά της ελιάς.
Ελαιογραφία, ζωγραφική με ελαιόχρωμα.
Ελαιόκαρπος, ο καρπός της ελιάς.
Ελαιοκομία, η επιστημονική καλλιέργεια της ελιάς.
Ελαιοπιεστήριο, το πιεστήριο για την έκθλιψη του ελαιόκαρπου.
Ελαιοπυρήνας, ο πυρήνας – το κουκούτσι της ελιάς.
Ελαιουργία, η επεξεργασία λαδιού.
Ελαιόχρωμα, η κοινή λαδομπογιά.
Ελαιοχρωματισμός, το βάψιμο με λαδομπογιές.
Ελαιώδης, αυτός που περιέχει λάδι.
Θέρμισμα, η διαδικασία κατά την οποία ρίχνεται καυτό νερό στα τσουπιά που βρίσκονται στην πρέσα.
Κάπες ή παλέτσες, υφάσματα από λινάτσα ή βαμβάκι για το στρώσιμο της ελιάς.
Καπίρα, ψημένο ψωμί βουτηγμένο σε αγουρόλαδο.
Κατσίγαρος, το κατακάθι μετά την επεξεργασία του λαδιού.
Κιούπι – Πιθάρια, τα μεγάλα πήλινα δοχεία, για την αποθήκευση του λαδιού.
Κολυμπάδες, οι ελιές σε άλμη.
Κορονιοί, τα πήλινα πιθάρια με εσωτερικό επίχρισμα σμάλτου (γυαλί) για αποθήκευση λαδιού.
Λαγήνια, τα Γανωμένα δοχεία – χωρητικότητας 6,5 οκάδων λάδι.
Λαδάδικο, το κατάστημα που πουλιέται το λάδι.
Λαδάς, ο παραγωγός ή έμπορος λαδιού.
Λαδέμπορος, ο έμπορος λαδιού.
Λαδερό, το μικρό δοχείο λαδιού.
Λαδερός, αυτός που είναι φτιαγμένος με λάδι, «νηστίσιμος», ή αυτός που έχει πολύ λάδι.
Λαδής, αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού.
Λαδιά, λεκές από λάδι.
Λαδικό, το ελαιοδοχείο.
Λαδίλα, η μυρωδιά του λαδιού.
Λαδολέμονο, το άρτυμα(σάλτσα) με λάδι.
Λαδόξυδο, το μείγμα από λάδι και ξύδι.
Λαδόπανο, το πανί με το οποίο περιτυλίγεται το βρέφος μετά τη βάφτιση.
Λαδόχαρτο, το διαφανές αδιάβροχο χαρτί.
Λαδόψωμο, το ψωμί που είναι αλειμμένο με λάδι.
Λαδώνω, αλείφω με λάδι.
Λίμπες, οι δεξαμενές όπου τοποθετούν το λάδι στο ελαιοτριβείο.
Λιοτρίβι, ελαιοτριβείο, το ελαιουργείο.
Μαζωχτό, ο τρόπος μαζέματος της ελιάς.
Μαζώχτρες, μαζωχτάδες, το εργαλείο που μαζεύουν την ελιά με τα χέρια
Μαξούλι, η ετήσια παραγωγή.
Μαστραπάς, το μεταλλικό δοχείο όπου μάζευαν το λάδι που έβγαινε από το ξύλινο πιεστήριο (μπασκί), σε πολλές περιοχές του Ελληνισμού όπως είναι η Ρόδος η Κως και η Κύπρος η συγκεκριμένη λέξη είναι ακόμα σε ισχύ.
Μιστάτα, η μονάδα μέτρησης του λαδιού.
Μόδι, η μονάδα μέτρησης παραγωγής λαδιού (1 μόδι ελιές = 500 οκάδες λάδι = 640 kgr).
Μούργα, τα κατακάθια μετά την επεξεργασία του λαδιού.
Μπασκιά, τα παλαιά ξύλινα πιεστήρια όπου διαχωριζόταν το λάδι από τα σπασμένα κουκούτσια. Αποτελούνται από δυο πλάκες, από τις οποίες η κάτω ήταν ακίνητη, ενώ η πάνω κατέβαινε σιγά – σιγά με τη βοήθεια ενός κοχλία.
Νερατζολιές, οι χοντρές ελιές πριν ωριμάσουν.
Ντορμπάδες, ντορβάδες, τα πανιά από λινάρι σε σχήμα φακέλου όπου τοποθετούν τη ζύμη για να μπει στο πιεστήριο.
Ξυδουλιές, οι ώριμες ελιές με ξύδι.
Οκά, μονάδα μέτρησης.
Οξύτητα, το κριτήριο ποιοτικής αξιολόγησης του ελαιόλαδου. Μετριέται σε γραμμάρια ελεύθερου ελαϊκού οξέος ανά 100 gr λιπαρής ύλης (βαθμός οξύτητας).
Πολήμι, η στέρνα μπροστά από το πιεστήριο όπου μαζευόταν το υγρό που έβγαινε από την πρέσα (λάδι και νερό) μετά από το “θέρμισμα”.
Ραφινάρισμα, η χημική επεξεργασία του ελαιολάδου.
Ροΐ, το δοχείο λαδιού.
Σγούρνες, πέτρινο ή τσιμεντένιο δοχείο όπου συγκεντρώνεται ο χυμός μετά την πίεση.
Σπαστολιές, οι τσακιστές ελιές.
Στάμα, η εργασία διαχωρισμού του ελαιολάδου από τον πολτό.
Στέτης, αυτός που στήνει τους ντορμπάδες στο πιεστήριο.
Ταγάρια, οι αγωγοί μέσα από τους οποίους διοχετεύεται η “αμούρη” έξω από το εργοστάσιο.
Ταξίμι, η μικρή δεξαμενή όπου αποθηκεύεται η “αμούρη”.
Τσαντίλες, οι ντορμπάδες, τα πανιά από λινάρι σε σχήμα φακέλου όπου τοποθετούν τη ζύμη για να μπει στο πιεστήριο.
Τσουπιά, τα πανιά από λινάρι σε σχήμα φακέλου όπου τοποθετούν τη ζύμη για να μπει στο πιεστήριο.
Φάμπρικα, το ελαιουργείο.
Φλάσκα, το δοχείο από νεροκολοκύθα για το μέτρημα του λαδιού.
Χαμούρι, ο πολτός που προκύπτει από το άλεσμα της ελιάς.
Χαμουριέρα, η μεταλλική δεξαμενή όπου μαζευόταν ο πολτός της ελιάς (χαμούρι).